- σταφυλοφόροι
- σταφυλοφόροςcarrying grapesmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακαμάτευτος — (I) η, ο [καματεύω] 1. (αγρός) που δεν έχει ακόμη οργωθεί 2. (μαλλί ή φυτική ύλη) άκλωστος, ακατέργαστος 3. (ζώο) που δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί, άστρωτο, πολύ νέο. (II) η, ο (για αμπέλι) που δεν έχει ακαμάτες, δηλ. βλαστούς χωρίς σταφύλια,… … Dictionary of Greek
σταφυλοφόρος — ον, ΜΑ μσν. φρ. «σταφυλοφόροι κοφινοι» κοφίνια γεμάτα σταφύλια (Ευστ.) αρχ. φρ. «σταφυλοφόρον μόριον» η σταφυλή, η κιονίδα (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + φόρος*] … Dictionary of Greek